- μεσοσαράκοστο
- το середина поста
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσοσαράκοστο — το, ή μεσοσαρακοστή, η 1. το μέσο τής Σαρακοστής 2. (στον πληθ. ως επίρρ.) μεσοσαράκοστα στο μέσο ή κατά το μέσο τής Σαρακοστής («θα παντρευτούμε μεσοσαράκοστα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σαρακοστή] … Dictionary of Greek
μεσοσαράκοστο — το η μέση της Σαρακοστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μισοσαράκοστο — το μεσοσαράκοστο … Dictionary of Greek